Εὐπολίδειος

Εὐπολίδειος
Εὐπολίδειος, ον,
A in the style of Eupolis, D.H.Rh.11.10; [suff] εὐπολέμ-ειον (sc. μέτρον) τό, metre invented by him, Heph.16.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευπολίδειος — εὐπολίδειος, ον (Α) [Εύπολις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι 2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία …   Dictionary of Greek

  • Εὐπολίδειος — in the style of Eupolis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολίδειον — Εὐπολίδειος in the style of Eupolis masc/fem acc sg Εὐπολίδειος in the style of Eupolis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολιδείου — Εὐπολίδειος in the style of Eupolis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”